- δικάζει
- δικάζωBis Acc.pres ind mp 2nd sgδικάζωBis Acc.pres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφετείο — Δικαστήριο δευτέρου βαθμού, το oποίο δικάζει την ορθότητα των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Απαρτίζεται από πέντε δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνεται ο πρόεδρος και ο γραμματέας. Είναι αρμόδιο για τις αποφάσεις των πρωτοδικείων που… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
στρατοδικείο — (Νομ.). Ειδικό δικαστήριο, εξαιρετικής δικαιοδοσίας, που οι δικαστές του είναι αποκλειστικά αξιωματικοί. Το σ. δικάζει τις αξιόποινες πράξεις των στρατιωτικών, καθώς και των αιχμαλώτων πολέμου. Τα σ. διακρίνονται σε διαρκή και έκτακτα. Τα έκτακτα … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
στρατοδικείο — το 1. δικαστήριο που δικάζει τους στρατιωτικούς. 2. «έκτακτο στρατοδικείο», στρατοδικείο που δικάζει πολίτες σε έκτακτες περιστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
DIAETETAE — Graece Διαιτηταὶ, Lat. Arbitri, apud Athenienses erant, in quos litigatores de privatis contractibus, pro lubitu compromittebant: eorum sententiae standum erat, nec appellari poterat, vilegis: Ε῎ςται τὰκριθόντα, ὑπὸ τοῦ Διαιτητοῦ κύρια, Arbitri… … Hofmann J. Lexicon universale
έκκλητος — η, ο (AM ἔκκλητος, ον) ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού μσν. νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων 2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου… … Dictionary of Greek
έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… … Dictionary of Greek